τριμάκαιρα

τριμάκαιρα
τριμάκαιρα
thrice-blest
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριμάκαιρα — ἡ, Α (ποιητ. θηλ. τού αρσ. τριμάκαρ) η τρεις φορές μακάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάκαιρα, θηλ. τού μάκαρ «ευτυχής»] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”